κεφαλοβαρης

κεφαλοβαρης
    κεφαλοβαρής
    κεφᾰλο-βᾰρής
    2
    имеющий тяжелую голову или верхушку
    

(τὰ φυτά Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κεφαλοβαρης" в других словарях:

  • κεφαλοβαρής — κεφαλοβαρής, ές (Α) (κυρίως για φυτά) αυτός που έχει βαρύ κεφάλι («τῶν φυτῶν τὰ κεφαλοβαρῆ μακροβιώτερα», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + βαρής (< βάρος), πρβλ. γυιο βαρής, οινο βαρής] …   Dictionary of Greek

  • κεφαλοβαρῆ — κεφαλοβαρής with a head at the root neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κεφαλοβαρής with a head at the root masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κεφαλοβαρής with a head at the root masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλοβαρῶν — κεφαλοβαρής with a head at the root masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάρος — Η δύναμη με την οποία η Γη έλκει προς αυτή τα σώματα. Το β. προέρχεται από τη δύναμη της παγκόσμιας έλξης που ασκείται μεταξύ της Γης και ενός σώματος. Έτσι και η Γη υφίσταται μια έλξη από μέρους του σώματος, ίση και αντίθετη από αυτή που ασκεί η …   Dictionary of Greek

  • κεφαλ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής, το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) ανήκει ή αναφέρεται στο κεφάλι (κεφαλαλγής, κεφαλόδεσμος) β) μοιάζει με κεφάλι ή έχει το σχήμα κεφαλιού (κεφαλοτύρι) γ) είναι το ανώτατο σημείο, η κορυφή, ο αρχηγός… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»